- τυράννω
- τύραννοςan absolute rulermasc nom/voc/acc dualτύραννοςan absolute rulermasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυραννώ — τυραννῶ, έω, ΝΜΑ, και τυραννάω και τυραγνώ, άω, Ν 1. (αμτβ.) είμαι τύραννος, κυβερνώ ως τύραννος, ασκώ εξουσία τυράννου («Πεισίστρατος... ἐτυράννησε», Ξεν.) 2. (γενικά) κυβερνώ τυραννικά μια χώρα ή έναν λαό («τυραννῆσαι χθονός», Ευρ.) 3. (μτβ.)… … Dictionary of Greek
τυραννώ — και τυραννεύω τυράννησα, τυραννήθηκα και τυραννίστηκα, τυραννημένος και τυραννισμένος, και τυραγνώ τυράγνησα, τυραγνήθηκα, τυραγνισμένος 1. αμτβ., είμαι τύραννος, κυβερνώ ως τύραννος, είμαι απόλυτος κυρίαρχος. 2. μτβ., καταπιέζω κάποιον, τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυραννώ — τυραννάω / τυραννώ, τυράννησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τυραννῶ — τυραννεύω to be a monarch pres subj act 1st sg (attic epic doric) τυραννεύω to be a monarch pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τυράννω — Τύραννος an absolute ruler masc nom/voc/acc dual Τύραννος an absolute ruler masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τυράννῳ — Τύραννος an absolute ruler masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυράννῳ — τύραννος an absolute ruler masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τυράννωι — Τυράννῳ , Τύραννος an absolute ruler masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυράννωι — τυράννῳ , τύραννος an absolute ruler masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατυραννώ — (AM κατατυραννω, έω) (επιτ. τ. τού τυραννώ) τυραννώ υπερβολικά, κυβερνώ τυραννικά, φέρομαι πολύ δεσποτικά, καταπιέζω, βασανίζω ανηλεώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τυραννῶ «κυβερνώ τυραννικά»] … Dictionary of Greek